Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Η καλοσύνη των ξένων

Την εποχή που έγινε η διάγνωση του διαβήτη, συνάντησα καλοσύνη από ανθρώπους εκεί που δεν το περίμενα. Άγνωστοι και φίλοι αντέδρασαν με τρόπο που με ανακούφιζε και αισθανόμουν την αγάπη τους ακόμα και αν ό,τι έλεγαν φαινομενικά ήταν άσχετο. Την ίδια ώρα γνωστοί με απογοήτευαν με τις ρηχές τους αντιδράσεις.

Όμως, σήμερα που διαβάζω το βιβλίο του Richard A. Vaughn, "Beating the odds: 64 years of diabetes health", την προσωπική του ιστορία για το πώς διαγνώστηκε στα έξι του χρόνια, την δεκαετία του 1940 και πώς ζει τόσα χρόνια με τον διαβήτη, μου ήρθαν στο μυαλό όλοι αυτοί οι ξένοι που συνάντησα πέρσι τέτοια εποχή.

Ο φαρμακοποιός στην Κηφισιά, την μέρα που έψαχνα εναγωνίως ένεση γλυκαγόνης σε όλη την Αθήνα. Δεν με είχε ξαναδεί ποτέ, και παρόλαυτά άρχισε τα τηλέφωνα για να μου βρει ένεση, έστειλε την υπάλληλό του σε άλλο φαρμακείο, μου τύλιξε το κουτί με παγοκύστες και μου εξήγησε τι έπρεπε να κάνω.

Ο ταξιτζής την μέρα που γύριζα μπερδεμένη από το νοσοκομείο. Ήμουν στο πίσω κάθισμα, μου ερχόταν να πέσω κάτω. Μπερδεμένη, όλες οι πληροφορίες μαζεμένες και οι γιατροί γύρω γύρω όλοι. Οι ιστορίες για την πεθερά του μου έφεραν γέλια και μου'ρχόταν να τον ευχαριστήσω, λες και τις επινοούσε εκείνη την ώρα ειδικά για εμένα. Κι ας μην ήξερε τίποτα. Αυτό ακόμα το πιστεύω.

Η οφθαλμίατρος που μου έκανε βυθοσκόπηση. Έβγαινε από το εξεταστήριο για να βρει σήμα για το κινητό της και κάθε φορά με έβλεπε στην αίθουσα αναμονής να περιμένω την υπάλληλο να δαχτυλογραφήσει την γνωμάτευση. Η υπάλληλος ήταν τα ζα μου αργά, αλλά εγώ είχα βολευτεί στην μεταπασχαλινή αίθουσα, να παρατηρώ τα θολά είδωλα των υπαλλήλων να κάνουν λάθη, να σκίζουν τα χαρτιά και να τα ξαναγράφουν, τους ασθενείς να μπαινοβγαίνουν, και κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελα να φύγω. Η γιατρός κουνούσε το κεφάλι της σε χαιρετισμό, στην αρχή προσπάθησε να πει στην υπάλληλο να βιαστεί γιατί περίμενα τόση ώρα, ύστερα μπορεί και να συνειδητοποίησε ότι η αναμονή μού έκανε κάπως καλό, και μόνο με χαιρετούσε όταν έβγαινε και όταν έμπαινε στο εξεταστήριο.

Ο χασάπης της γειτονιάς μου, που όταν του εξήγησα τα περί του διαβήτη ως αυτοάνοσου νοσήματος, είπε "δηλαδή εσύ τώρα αυτοτιμωρήσαι;" και πρόσθεσε "δε μου λες, μήπως έχεις βίτσια;". Ύστερα άνοιξε το συρτάρι για να μου δείξει τα χάπια που παίρνει και αυτός. Όχι για να μου πει ότι όλοι τον σταυρό μας κουβαλάμε, αλλά γιατί ήθελε κι αυτός κάτι να μοιραστεί, κάτι να μου δώσει.

Άνθρωποι που δεν ήξεραν ή ήξεραν πολύ λίγα για αυτό που μου συνέβαινε. Άνθρωποι που δεν με γνώριζαν ή με γνώριζαν πολύ λίγο. Και που παρόλαυτά κατάφεραν να με βοηθήσουν ουσιαστικά τις πιο δύσκολες στιγμές.

2 σχόλια:

  1. Μπορεί να μην είμαι η ίδια παθούσα,(ξέρεις ποιος είναι) αλλά πίστεψέ με, το πως ένιωσα ιδιαίτερα τον πρώτο μήνα δεν μπορεί να περιγραφεί ούτε σε χίλιες σελίδες.Ο κόσμος μου γύρισε άνω κάτω..τώρα η ζωή μου έχει αναθεωρηθεί τελείως, το ίδιο και τα γύρω μου άτομα, φίλοι συγγενείς. Σίγουρα δεν θα κατηγορίσω ποτέ κανέναν τους, και εγώ δεν θα ήξερα ίσως τι να έκανα εαν ήμουν στην θέση τους.Από πάρα πολλούς ξένους όπως αναφέρεις και εσύ διαβάτισσά μου ήταν η έκπληξη όμως..Από την βλακεία που μας έλεγαν μόνο για να γελάσουμε, μέχρι και σε ένα αισιόδοξο μήνυμα που τόσο το είχαμε ανάγκη...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γεια σου Κατερινιώ, είναι ενδιαφέρον αυτό που συμβαίνει. Εγώ έχω αρχίσει να συμπαθώ περισσότερο τους ανθρώπους. Αν έχει κάτι αλλάξει, είναι ίσως αυτό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή