Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Μία ιστορία για να ευθυμήσουμε: η διάγνωσή μου

Πάσχα 2009. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα. Είχα γυρίσει από βόλτα με το βαφτιστήρι μου και ψώνια σε παιχνιδάδικα μέχρι να διαλέξει το δώρο του. Ένιωθα πολύ κουρασμένη, πράγμα απολύτως αναμενόμενο αν έχεις έναν τρίχρονο παίδαρο από το χέρι που σε τραβολογάει από διάδρομο σε διάδρομο και σταματάει στα πιο πλαστικά και φανταχτερά παιχνίδια.

Μπαίνοντας στο σπίτι μου, ανοίγω τον υπολογιστεί και μαθαίνω ένα νέο καταπληκτικό, μια μεγάλη επιτυχία. Είμαι τόσο χαρούμενη, που αρχίζω να παίρνω τους φίλους μου τηλέφωνο για να τους την ανακοινώσω. Δεν μπορώ να σταθώ ήσυχη. Περπατάω πάνω κάτω στο σπίτι, όλη την ώρα μιλάω και νιώθω πως θα σκάσω από την πολλή χαρά.

Επειδή η υπερένταασή μου είναι ανεξέλεγκτη, αποφασίζουμε με τον καλό μου να ξεκινήσουμε για το ταξίδι μας για το Πάσχα μια μέρα νωρίτερα. Ετοιμάζουμε γρήγορα γρήογρα τα πράγματά μας και φεύγουμε.

Στον δρόμο, επειδή διψάω αφόρητα -κάνει ζέστη εκείνο το Πάσχα στην Αθήνα, έχω περπατήσει και όλη τη μέρα, είμαι και νηστική, πού καιρός για φαγητό με τόσο ενθουσιασμό-, σταματάμε στον δρόμο και παίρνω ένα σάντουιτς-παντόφλα (από αυτά που είναι μόνο ψωμί άσπρο πλαστικό και τυρί κίτρινο επίσης πλαστικό και κάτι σαν γαλοπούλα) και έναν χυμό ροδάκινο Όλυμπος. Ο χυμός μου φαίνεται σα νέκταρ και τον πίνω πριν καλά καλά προλάβουμε να ξεπαρκάρουμε και να συνεχίσουμε τον δρόμο μας.

Το ταξίδι μου φαίνεται μεγαλύτερο από άλλες φορές. Τα φώτα από τα άλλα αυτοκίνητα με κουράζουν. Όμως πριν από δύο εβδομάδες είχα πάει στον οφθαλμίατρο γιατί η όρασή μου ειδικά τα βράδια τον τελευταίο καιρό είχε επιδεινωθεί, και εκείνος με βρήκε αετό. Ούτε λόγος για να έχει ανέβει ο αστιγματισμός.
Φτάνουμε στον προορισμό μας. Κουρασμένοι αλλά πολύ χαρούμενοι.

Την επόμενη ημέρα βόλτες, καφέδες, συναντήσεις με φίλους. Ένα ακόμα βαφτιστήρι και μια ακόμα βόλτα σε μαγαζί με παιχνίδια. Όλα πλαστικά και εδώ. Όμως εγώ δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Σέρνομαι και θέλω να πέσω στο κρεβάτι. Στο κεφάλι μου επικρατεί "αντράλα", μια θολούρα και μια σύγχιση. Σκέφτομαι πως θα είναι από την κούραση.

Την άλλη μέρα το πρωί ξυπνάω και όλα γύρω μου είναι θολά. Αισθάνομαι όπως ο ήρωας σε εκίνη την ταινία του Γούντυ Άλλεν, μόνο που δεν είμαι εγώ που είναι θολή, αλλά ο υπόλοιπος κόσμος γύρω μου. Σε ένα μέτρο απόσταση δεν έβλεπα: ούτε τηλεόραση, ούτε τα πρόσωπα ξεχώριζαν καλά. Παραδόξως, έβλεπα να διαβάσω.

Με ανησύχησε η επιδείνωση της όρασής μου. Το έλεγα στους γύρω μου και τους φαινόταν τόσο απίστευτο, που δεν μπορούσαν να συλλάβουν το μέγεθος της αλλαγής από τη μία μέρα στην άλλη. Πως δεν έβλεπα ουσιαστικά.
Παρόλαυτά πήγα βόλτα και ήπια και έναν δυναμωτικό χυμό πορτοκάλι και έφαγα ένα παγωτό!
Στην επιστροφή στο σπίτι, σταματήσαμε σε ένα φαρμακείο. Τους ζήτησα να μου μετρήσουν το ζάχαρο (κάπου είχα ακούσει την ιστορία ενός γνωστού που θόλωσε ξαφνικά και διαγνώστηκε με διαβήτη, και καθώς δεν ξεχνάω τίποτα και είμαι και ντετέκτιβ, η ιστορία μου έκανε αμέσως κλικ, χωρίς ωστόσο να ξέρω τι σημαίνει ο διαβήτης), αλλά όταν τους είπα ότι είχα φάει παγωτό, είπαν ότι δεν είχε νόημα. Μου πήραν όμως την πίεση, η οποία ήταν ιδιαίτερα υψηλή, δέκα η μικρή, πράγμα σοκαριστικό και ανησυχητικό. Μπορείς να θολώσεις από την πίεση; Ρώτησα. Ναι, απάντησε η φαρμακοποιός.

Το βράδυ στον επιτάφειο ήμουν σα να είχα τρακάρει με νταλίκα. Αισθανόμουν ότι κάτι τρομερό συνέβαινε. Δεν ήξερα όμως τι.

Πέρασε το Μεγάλο Σάββατο, όπου δεν έφαγα μαγειρίτσα και τίποτα αλμυρό μια και είχα πίεση. Έφαγα όμως γλυκό. Και την Κυριακή του Πάσχα δυο κομμάτια νόστιμη τούρτα.
Χόρεψα μαζί με τους άλλους και ας μην έβλεπα.
Άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι που είχε βγάλει τότε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης "ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα" και πάλι σκέφτηκα πως κάτι μου συνέβαινε, και πως "ήταν ανάγκη;" αλλά τίποτα παραπάνω.

Δυο μέρες μετά που οι γιατροί και οι μικροβιολόγοι είχαν γυρίσει στις δουλειές τους, πήγα σε οφθαλμίατρο. Με εξέτασε και έβγαλε το πόρισμα ότι είχα τρεις βαθμούς μυωπία. "Μα από την μία μέρα στην άλλη; Είναι δυνατόν;" τον ρώτησα και εκείνος απλά κούνησε το κεφάλι του (κούνια που τον κούναγε). "Μήπως είναι ζάχαρο;" τον ρώτησα. Και είπε "Και δεν κάνεις μια καμπύλη ζαχάρου, να δεις;".

Δεν ικανοποιήθηκα όμως από τον αλμπάνη και πήγα σε φίλη παθολόγο για να με εξετάσει. Όταν της είπα για τον διαβήτη και την υποψία μου, εκείνη προσπάθησε να αποκλείσει όλα τα άλλα ενδεχόμενα πρώτα. Με έστειλε για μικροβιολογικές εξετάσεις.

Την άλλη μέρα το πρωί η φίλη μικροβιολόγος με πήρε τηλέφωνο. Είχαν βγει οι εξετάσεις μου. Δεν μου έλεγε τα αποτελέσματα από το τηλέφωνο. Όταν πήγαμε την βρήκαμε στο εργαστήριο όρθια. Κάτι στο βλέμμα της ήταν ανησυχητικό. Μας είπε ότι είχα 280 ζάχαρο.
Προς στιγμήν χάρηκα γιατί δεν είμουν τρελή. Τα μάτια μου πράγματι είχαν θολώσει. Δεν ήταν που ξαφνικά στην εξοχή είχε ανοίξει το οπτικό μου πεδίο και γιαυτό διαπίστωσα ξαφνικά ότι ήμουν μύωπας (το άκουσα και αυτό!), ούτε πως υπερέβαλλα. Είχα θολώσει και ήταν εξαιτίας του σακχάρου.

Σκέφτηκα: ωραία, το βρήκαμε, τώρα θα το φτιάξουμε και θα ησυχάσουμε.

Δεν ήξερα όμως ότι ο διαβήτης δεν φτιάχνει όχι με ένα μερεμετάκι, ούτε με ριζική ανακαίνιση. Ούτε ήξερα τι ήταν τύπου 1 και τι τύπου 2 τότε. Για μερικές εβδομάδες μάλιστα έλεγα: τύπου Α και Β. Οι μυημένοι με κοιτούσαν με συμπόνοια, όχι για την άγνοιά μου, αλλά γιατί σε λίγο καιρό θα αποκτούσα γνώσεις που δεν φανταζόμουν ποτέ.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Οι βόλτες μου με τον μικρό

Κατά τη διάρκεια της ημέρας το μωρό αρνείται να κοιμηθεί οπουδήποτε αλλού εκτός από την αγκαλιά μου. Όταν πια έχει φτάσει ο ύπνος στα φρύδια του, τα μάτια του γλαρώνουν και ο εκνευρισμός του κοντεύει να σηκώσει τη γειτονιά στο πόδι, παίρνουμε μαζί τους δρόμους. Χωμένος στον μάρσιππο ηρεμεί με το που κλείνει η εξώπορτα πίσω μας και μετά από δέκα λεπτά αισθάνομαι το ροχαλητό του στην πλάτη του, κάτω από την παλάμη μου, καθώς τον χαϊδεύω.

Οι περίπατοι αυτοί, γύρω-γύρω ή πιο πέρα, με έχουν κάνει να συνειδητοποιώ πόσο έχουν αλλάξει οι ζωές μας. Και φοβάμαι πως κάθε μέρα θα αλλάζουν όλο και περισσότερο, και θα γίνονται όλο και πιο δύσκολες.

Διαλέγω τους κάπως πιο φαρδείς δρόμους, αυτούς με τα ωραία νεοκλασσικά. Δείχνω στο μικρό τα ακροκέραμα -σκορδοκαϊλα του δηλαδή-, τις γάτες και τις ανθισμένες μυγδαλιές. Κάθε είκοσι μέτρα συναντώ τους ανθρώπους με τα καροτσάκια που ψάχνουν στα σκουπίδια για σιδερικά ή για ό,τι άλλο μπορεί να τους φανεί χρήσιμο. Τους βλέπω με τα αυτοσχέδια καλάμια να ψαρεύουν, να προσπερνάνε όταν συναντούν κάποιον "συνάδελφο" που έχει προλάβει τον κάδο, να σπρώχνουν το καρότσι του Σκλαβενίτη με κόπο όταν συναντούν εμπόδιο στο οδόστρωμα, να σπρώχνει ο ένας από πίσω και να τραβά ο άλλος από μπροστά. Βλέπω ανθρώπους με μια τσάντα πλάτης βρώμικη και μια σακούλα του σουπερμάρκετ φθαρμένη στα χέρια και ξέρω πως αυτό είναι το σπίτι τους και το κουβαλάνε τη μέρα μέχρι να πέσει το βράδυ και να πάνε εκεί που -αν δηλαδή- έχουν βρει ανοιχτό καταφύγιο. Περνάω από την εκκλησία της γειτονιάς μου και στον δρόμο συναντώ ανθρώπους που φεύγουν με ένα κρουασάν στο χέρι και ένα αναψυκτικό στο άλλο, και έξω από την πόρτα δίπλα στην εκκλησία βλέπω μερικούς να στέκονται και να περιμένουν για το συσσίτιο.

Το παιδί κοιμάται αμέριμνο στην αγκαλιά μου. Έχει γίνει σα φουρνάκι εκεί πέρα και ο μικρός είναι γαλήνιος και ήσυχος πως όλα σε αυτόν τον κόσμο είναι όπως πρέπει.
Συνήθως του μιλάω για αυτά που βλέπουμε. Σήμερα του είπα ότι μερικές φορές χάνουμε τον δρόμο μας, ή αναγκαζόμαστε να αλλάξουμε πορεία, όμως σημασία έχει να βρίσκουμε πού θέλουμε να πάμε και να ξαναρχίζουμε. Έστω και από αλλού.

Ύστερα ντρέπομαι να του λέω τέτοιες ελαφρότητες. Όχι την ώρα που περνάμε δίπλα σε καρότσια, κουρασμένους ανθρώπους και μια πόλη που πονάει.