Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Η καινούρια μου φίλη

Έχω τον τελευταίο καιρό κάνει μια κανούρια φίλη. Γνωριζόμαστε μόλις μία εβδομάδα και επειδή είμαι άνθρωπος εκ φύσεως στραβόξυλο, στην αρχή ήμουν σφιγμένη. Όμως είναι ανεπιτήδευτη και ευγενική και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ στους ανθρώπους.

Δεν της είχα πει για τον διαβήτη. Εξάλλου δεν είναι κάτι που το λες με το καλημέρα. Όμως τα πράγματα με τον διαβήτη είναι πιο περίπλοκα από τις άλλες ασθένειες -ή 'καταστάσεις', όπως το πάρει κανείς- και όλο και κάτι προκύπτει. Τι θα φας, πότε θα πάρεις το χάπι σου, τι θα σου πουν οι άλλοι. Δε μου αρέσει να κρύβομαι. Ούτε μου αρέσει να δίνω και λογαριασμό. Επιλέγω σε ποιον θα πω τι και πότε.

Με αυτή την καινούρια μου φίλη σήμερα συζητήσαμε. Μου άρεσε που με ρώτησε ευγενικά και λίγο δειλά. Και της είπα τα καθέκαστα εν συντομία [όσο περνάει ο καιρός η αλήθεια είναι ότι οι αφηγήσεις για τις πρώτες μέρες της διάγνωσης, την εμπειρία μου με τους γιατρούς, τα ευτράπελα με τους οφθαλμίατρους και την αντίδραση των δικών μου αποκτούν όλο και πιο χιουμοριστικές διαστάσεις].

Η καινούρια μου φίλη ήταν πολύ καλή και συμπονετική και μου είπε πως πάσχει και εκείνη από αυτοάνοσο. Αποδομήσαμε λίγο τους γιατρούς. Μιλήσαμε για την εμπειρία μας.
Της είπα ότι αδίκως περίμενα πως με τον διαβήτη θα ερχόταν και η σοφία της ζωής, η ιεράρχηση των επιθυμιών. Πως θα καθάριζε το τοπίο βρε παιδί μου, οι σχέσεις, οι προτεραιότητες.
Συμφώνησε και εκείνη.

Έχω άλλη μια φίλη που πάσχει από χρόνιο νόσημα από μικρό παιδάκι και που πολύ έχει ταλαιπωρηθεί.
Δεν είναι πως την καταλαβαίνω καλύτερα πια, αλλά έχω την αίσθηση ότι έχω μπει σε ένα κλαμπ, σε μία λέσχη από ανθρώπους που αν και δεν έχουν γίνει σοφότεροι, όμως έχουν αποκτήσει μια άυλη και αόρατη επίστρωση που έχω αρχίσει να αναγνωρίζω.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Η καλοσύνη των ξένων

Την εποχή που έγινε η διάγνωση του διαβήτη, συνάντησα καλοσύνη από ανθρώπους εκεί που δεν το περίμενα. Άγνωστοι και φίλοι αντέδρασαν με τρόπο που με ανακούφιζε και αισθανόμουν την αγάπη τους ακόμα και αν ό,τι έλεγαν φαινομενικά ήταν άσχετο. Την ίδια ώρα γνωστοί με απογοήτευαν με τις ρηχές τους αντιδράσεις.

Όμως, σήμερα που διαβάζω το βιβλίο του Richard A. Vaughn, "Beating the odds: 64 years of diabetes health", την προσωπική του ιστορία για το πώς διαγνώστηκε στα έξι του χρόνια, την δεκαετία του 1940 και πώς ζει τόσα χρόνια με τον διαβήτη, μου ήρθαν στο μυαλό όλοι αυτοί οι ξένοι που συνάντησα πέρσι τέτοια εποχή.

Ο φαρμακοποιός στην Κηφισιά, την μέρα που έψαχνα εναγωνίως ένεση γλυκαγόνης σε όλη την Αθήνα. Δεν με είχε ξαναδεί ποτέ, και παρόλαυτά άρχισε τα τηλέφωνα για να μου βρει ένεση, έστειλε την υπάλληλό του σε άλλο φαρμακείο, μου τύλιξε το κουτί με παγοκύστες και μου εξήγησε τι έπρεπε να κάνω.

Ο ταξιτζής την μέρα που γύριζα μπερδεμένη από το νοσοκομείο. Ήμουν στο πίσω κάθισμα, μου ερχόταν να πέσω κάτω. Μπερδεμένη, όλες οι πληροφορίες μαζεμένες και οι γιατροί γύρω γύρω όλοι. Οι ιστορίες για την πεθερά του μου έφεραν γέλια και μου'ρχόταν να τον ευχαριστήσω, λες και τις επινοούσε εκείνη την ώρα ειδικά για εμένα. Κι ας μην ήξερε τίποτα. Αυτό ακόμα το πιστεύω.

Η οφθαλμίατρος που μου έκανε βυθοσκόπηση. Έβγαινε από το εξεταστήριο για να βρει σήμα για το κινητό της και κάθε φορά με έβλεπε στην αίθουσα αναμονής να περιμένω την υπάλληλο να δαχτυλογραφήσει την γνωμάτευση. Η υπάλληλος ήταν τα ζα μου αργά, αλλά εγώ είχα βολευτεί στην μεταπασχαλινή αίθουσα, να παρατηρώ τα θολά είδωλα των υπαλλήλων να κάνουν λάθη, να σκίζουν τα χαρτιά και να τα ξαναγράφουν, τους ασθενείς να μπαινοβγαίνουν, και κατά κάποιο τρόπο δεν ήθελα να φύγω. Η γιατρός κουνούσε το κεφάλι της σε χαιρετισμό, στην αρχή προσπάθησε να πει στην υπάλληλο να βιαστεί γιατί περίμενα τόση ώρα, ύστερα μπορεί και να συνειδητοποίησε ότι η αναμονή μού έκανε κάπως καλό, και μόνο με χαιρετούσε όταν έβγαινε και όταν έμπαινε στο εξεταστήριο.

Ο χασάπης της γειτονιάς μου, που όταν του εξήγησα τα περί του διαβήτη ως αυτοάνοσου νοσήματος, είπε "δηλαδή εσύ τώρα αυτοτιμωρήσαι;" και πρόσθεσε "δε μου λες, μήπως έχεις βίτσια;". Ύστερα άνοιξε το συρτάρι για να μου δείξει τα χάπια που παίρνει και αυτός. Όχι για να μου πει ότι όλοι τον σταυρό μας κουβαλάμε, αλλά γιατί ήθελε κι αυτός κάτι να μοιραστεί, κάτι να μου δώσει.

Άνθρωποι που δεν ήξεραν ή ήξεραν πολύ λίγα για αυτό που μου συνέβαινε. Άνθρωποι που δεν με γνώριζαν ή με γνώριζαν πολύ λίγο. Και που παρόλαυτά κατάφεραν να με βοηθήσουν ουσιαστικά τις πιο δύσκολες στιγμές.